άχειλος — η, ο [χείλος] αυτός που δεν έχει χείλη … Dictionary of Greek
άχειλος — η, ο αυτός που δεν έχει χείλια (κυριολ. και μτφ.): Το παιδί είχε γεννηθεί άχειλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)